- όρεξη
- Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία τροφής εξαρτάται από την ευχαρίστηση που η τροφή μπορεί να δώσει, ενώ η πείνα είναι βασικό αίσθημα εξαρτώμενο από τη νηστεία.
Στην πρόκληση ό. πάντως συμμετέχουν φυσιολογικοί περιφερειακοί παράγοντες, που προέρχονται από τα σπλάχνα και κεντρικοί νευρικοί παράγοντες, που και οι δύο εδρεύουν σε ειδικές περιοχές του εγκεφάλου. Γίνεται εύκολα κατανοητό, έτσι, το πώς μπορεί να εμφανιστούν εύκολα αλλοιώσεις της ό. σε γενικά νοσήματα του μεταβολισμού ή λοιμώδη, σε νοσήματα που προσβάλλουν κυρίως μερικά όργανα (γαστρίτιδα, κωλίτιδα κ.ά.), σε παθήσεις του νευρικού συστήματος (τραύματα, νευρώσεις και ψυχώσεις) ή σε δηλητηριάσεις (αλκοόλ, νικοτίνη κ.ά.). Φυσιολογικές μεταβολές της ό. εμφανίζονται ανάλογα με την ώρα της ημέρας, καθορισμένες από τις συνήθειες, με την εποχή του έτους, με την ηλικία, με την ιδιοσυγκρασία, με τη φυσιολογική δραστηριότητα κ.ά. Παθολογική αύξηση της ό. είναι η πολυφαγία, η βουλιμία και η ακορεστία: η πρώτη αντιστοιχεί σε υπερβολική ό. σε σχέση με τις ανάγκες του ατόμου σε τροφή· η δεύτερη συμβαίνει όταν η επιθυμία τροφής, εκτός του ότι είναι υπέρμετρη, παίρνει χαρακτήρα μανίας· η ακορεστία, τέλος, συνίσταται σε έλλειψη του αισθήματος κορεσμού. Παθολογική ελάττωση της ό. είναι η ανορεξία, η ελάττωση δηλαδή ή η απόλυτη έλλειψη του αισθήματος της o., που μερικές φορές συνοδεύεται από ναυτία για μερικές ή όλες τις τροφές, και η σιτιοφοβία, δηλαδή η παθολογική αποστροφή προς κάθε τροφή· πιο σπάνια μπορεί να παρατηρηθούν άλλες παθολογικές μεταβολές της o., όπως η υπερορεξία ή επιτακτική επιθυμία για μια ή περισσότερες ορισμένες τροφές και η αλλοτριοφαγία ή τάση διατροφής με μη φαγώσιμες ουσίες.
* * *η (ΑΜ ὄρεξις)[ορέγω / -ομαι]1. η επιθυμία για λήψη τροφής («σήμερα δεν έχω όρεξη»)2. επιθυμία, κέφι, διάθεση για οποιαδήποτε ενέργεια (α. «είναι νέος και έχει όρεξη για δουλειά» β. «σαρκὸς ὀρέξεις» — η σαρκική επιθυμίαγ. «ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους», ΚΔ)νεοελλ.1. φρ. α) «μού ανοίγει η όρεξη» — αισθάνομαι την ανάγκη να φάω περισσότερο από πριν ή σταματά η ανορεξία που είχαβ) «μού κόβεται η όρεξη» — χάνω την επιθυμία που είχα για φαγητό και δεν θέλω να φάωγ) «καλή όρεξη» — λέγεται ως αποχαιρετισμός, ιδίως κατά τις μεσημεριανές ή εσπερινές ώρες πριν από το φαγητόδ) «όρεξη έχεις;» — λέγεται σε κάποιον που ενοχλεί με τη φλυαρία του ή με τη γκρίνια του2. παροιμ. φρ. «περί ορέξεως ουδείς λόγος» — για ζητήματα ατομικής προτίμησης δεν χωρεί συζήτηση, δηλ. είναι τόσο διαφορετικές και πολυποίκιλες οι προτιμήσεις τών διαφόρων προσώπων ώστε δεν υπόκεινται σε κανόνες3. παροιμ. α) «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» (κυριολ. και μτφ.) όταν δοκιμάσει κάποιος κάτι ευχάριστο μπορεί να τό επιθυμήσει και να τό αποζητήσειβ) «κάλλιο όρεξη παρά καλό φαΐ» — και το άνοστο φαγητό φαίνεται νόστιμο όταν υπάρχει όρεξηαρχ.1. πόθος για κάτι («φιλοσοφία τῆς τῶν ὄντων ἀεὶ ἐπιστήμης ὄρεξις», Πλάτ.)2. έφεση, κλίση για κάτι («ὄρεξις διανοητική», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.